- Ἀφεψίων
- Ἀφεψίωνmasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀφεψίων — ἄφεψις boiled down pitch fem gen pl (epic doric ionic aeolic) ἀφέψω purify pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερμαί — Λίθινες στήλες με ανδρική προτομή, στη μέση των οποίων υπάρχει ανδρικό αιδοίο. Η ονομασία τους προέρχεται από τη θεότητα που αρχικά παρίστανε κατά κανόνα, δηλαδή τον Ερμή. Η σημασία των αγαλμάτων αυτών, για τα οποία οι γραπτές πηγές μάς δίνουν… … Dictionary of Greek